- ρηχός
- η , ό1) мелкий, неглубокий;
ρηχό πιάτο — мелкая тарелка;
ρηχά νερά — мелководье;
2) перен. неглубокий, поверхностный;3) серый, бесцветный (о произведении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρηχό πιάτο — мелкая тарелка;
ρηχά νερά — мелководье;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρηχός — (I) (ῥηχός) ὁ, Α ιων. τ. βλ. ῥαχός. (II) ή, ό, θηλ. και ιά, Ν 1. αυτός που δεν έχει βάθος, αβαθής («ρηχή θάλασσα») 2. μτφ. επιπόλαιος, επιφανειακός, ελαφρόμυαλος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρηχά τα αβαθή μέρη τής θάλασσας, τών οποίων το… … Dictionary of Greek
ρηχός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει βάθος, ανάβαθος: Εδώ τα νερά είναιπολύ ρηχά. 2. μτφ., αυτός που δεν έχει βάθος στη σκέψη, επιπόλαιος: Τα νοήματα στο ποίημά σου είναι πολύ ρηχά. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρηχά άβαθο μέρος στη θάλασσα. 4. φρ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥῆχος — ῥᾶχος neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράχος — (I) ο / ῥάχος, ΝΜΑ, και ῥᾱχος, ή, και ῥαχός, ή, και ιων. τ. ῥηχός, ἡ, ΜΑ ακανθώδης θάμνος μσν. αρχ. 1. φράχτης από αγκαθωτά κλαδιά 2. κλαδιά και φύλλα κατάλληλα για την κατασκευή σαμαριών αρχ. 1. η βέργα τού αμπελιού που χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… … Dictionary of Greek
άβαθος — (I) η, ο [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός. (II) η, ο ο πολύ βαθύς, άπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α επιτακ. + βάθος] … Dictionary of Greek
αβαθής — ές (Α ἀβαθής, ές) [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός νεοελλ. αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά) όρος τής ναυτιλίας και τής υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες τού πυθμένα τής… … Dictionary of Greek
αλιτενής — ἁλιτενής, ές (Α) 1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα 2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός 3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα) 4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τενής <… … Dictionary of Greek
ανάβαθος — η, ο [βάθος] ο μη βαθύς, αβαθής, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + βάθος. ΠΑΡ. αναβαθαίνω] … Dictionary of Greek
αναβαθαίνω — [ανάβαθος] 1. γίνομαι ανάβαθος, ρηχός 2. κάνω κάτι ρηχό, ξεβαθαίνω … Dictionary of Greek
αναχλός — ή, ό άβαθος, ρηχός. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε < αναχνός (με ανομοίωση του ν προς λ ) < *αναγνός (< ανα * + αγνός, πρβλ. παιγνίδι παιχνίδι) είτε < ανάχνοος] … Dictionary of Greek